Off Canvas sidebar is empty

Αλίκη Βουγιουκλάκη

{mosimage}«Πριν από χρόνια (ας μην πω πολλά) στις απολυτήριες εξετάσεις της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου μια μελαχρινή τελειόφοιτος έπαιξε την Μαργαρίτα από τον «Φάουστ». Και άφησε την εντύπωσή της εκείνη η υπόσχεση, που έμεινε ως σήμερα αναπόδοτη. Γιατί μετά ήρθαν οι προβολείς, το στερέωμα, τα εξώφυλλα, το εμβατήριο της γατούλας, το παραλήρημα των θαυμαστών, η Αλίκη έγινε το πιο σίγουρο προϊόν της καλλιτεχνικής αγοράς». (1)

Η Ελλάδα ήταν έτοιμη να μπει σε νέα τροχιά, οι Έλληνες, που για μια εικοσαετία περίπου ταλανίστηκαν από τη δικτατορία του Μεταξά, τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο,  μοχθούσαν να ξαναβρούν την ηρεμία τους, την ελπίδα για ζωή. Όλοι έψαχναν συνειδητά ή ασυνείδητα να βρουν εκείνον που θα
τους κλείσει το μάτι πονηρά και θα τους υποσχεθεί πως η ζωή μπορεί να μοιάζει με παραμύθι, με τραγούδι, με αστείο.

Πολλοί το βρήκαν, κοιτάζοντας το εξώφυλλο του περιοδικού Εικόνες, που το πρωινό της 25ης Μαρτίου 1957 κρεμάστηκε στα περίπτερα. Ήταν ένα κοριτσίστικο χαμόγελο, στολισμένο με άνθη αμυγδαλιάς και φωτισμένο από το γαλάζιο του Αττικού ουρανού. Κάτω αριστερά με μικρά γράμματα «ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ – Ελπίδα της ελληνικής σκηνής». Από τότε το όνομα της νεαρής ηθοποιού-που έπρεπε, σύμφωνα με τους υπεύθυνους του περιοδικού, να θυμίζει Άνοιξη, διεκδίκησε μια θέση αξιοζήλευτη στην καρδιά των Ελλήνων και την κέρδισε, χαρίζοντάς τους το χαμόγελό της, παραμένοντας πηγή αισιοδοξίας και χαράς, δωρίζοντας την αιώνια νιότη της.

{smoothgallery timed=true}
Η Αλίκη γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1933 στο Μαρούσι της Αττικής. Ήταν το πρώτο παιδί του δικηγόρου Ιωάννη Βουγιουκλάκη (την περίοδο 1943-1944 υπηρέτησε ως νομάρχης στην Τρίπολη) και της Αιμιλίας(Έμυς) Κουμουνδούρου. Λίγους μήνες μετά τη γέννησή της, κινδύνεψε να πεθάνει από βρογχοπνευμονία και οι γονείς της αποφάσισαν να τη βαφτίσουν βιαστικά, επιστρατεύοντας μια νεαρή ανιψιά τους. Η Αλίκη – Σταματίνα, κατάφερε να επιβιώσει και να πάρει το πράσινο φως για τη ζωή. Λίγα χρόνια αργότερα η οικογένεια απέκτησε άλλα δυο παιδιά, τον Παναγιώτη (Τάκη) και τον Αντώνη, συμπληρώνοντας την ευτυχία του Γιάννη και της Έμυς. Μια ευτυχία που διακόπηκε βίαια στις 31 Δεκεμβρίου 1943, με τη δολοφονία του πατέρα. Τρία παιδιά ορφανά και μια γυναίκα που πρέπει να σταθεί πια μάνα και πατέρας.

Η οικογένεια που τα δυο τελευταία χρόνια ζούσε στην Τρίπολη, μετακόμισε στο Μαρούσι, όπου η Αλίκη, ο Τάκης και ο Αντώνης συνέχισαν το σχολείο. Στα χρόνια του Γυμνασίου η Αλίκη αρχισε να συμμετέχει στις παραστάσεις που διοργάνωνε το σχολείο, αποσπώντας τα κολακευτικά σχόλια των καθηγητών της, κάποιοι από τους οποίους την παρότρυναν να γίνει ηθοποιός. Έτσι η Αλίκη, αποφοιτώντας το 1952 από το Γυμνάσιο Αμαρουσίου έδωσε εξετάσεις για να μπει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η επιτροπή την οποία αποτελούσαν οι Άγγ. Τερζάκης, Γ. Σιδέρη, Κλ. Καρθαίος, Ν. Παρασκευάς, Κ. Δημαράς, Π. Κατσέλης, Σ. Καραντινός, Αλ. Σολωμός και Θ. Κωτσόπουλος, αποφάσισαν να της δώσουν την ευκαιρία κι έτσι η Αλίκη άρχισε να παρακολουθεί τα μαθήματα της Σχολής.Ένα χρόνο μετά ο Αλέξης Σολωμός της εμπιστεύτηκε το ρόλο της Λουιζόν στον Κατά φαντασίαν ασθενή του Μολιέρου που παρουσίασε το Εθνικό στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.

Οι κριτικοί της εποχής σχολίασαν κολακευτικά την πρώτη της εμφάνιση. Ανάμεσά τους ο Άλκης Θρύλος που έγραψε «Ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνει για την δ. Βουγιουκλάκη που, αν και είναι ακόμα μαθήτρια της Σχολής, παρουσιάστηκε σχεδόν ώριμη και έδωσε πολλές, πάρα πολλές υποσχέσεις» (2). Τον επόμενο χρόνο και συγκεκριμένα στις 15 Φεβρουαρίου 1954 η Αλίκη έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη, ερμηνεύοντας τον α’ γυναικείο ρόλο στην ταινία του Νίκου Τσιφόρου «Το ποντικάκι», απογοητεύοντας πάνω απ’όλους την ίδια την πρωταγωνίστρια η οποία βιάστηκε να δηλώσει πως δεν θα ξαναπαίξει στον κινηματογράφο.
Το ίδιο απογοητευμένη εμφανίστηκε και όταν αποφοιτώντας από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, πήρε το δίπλωμά της με «Λίαν Καλώς» και, όταν, με τις αμέσως επόμενες συμμετοχές της στο θίασο του Νίκου Χατζίσκου (Θέατρο Κεντρικόν 1955-56) και στο θίασο Κοτοπούλη (1956-57) «κέρδισε» τη ρετσινιά της «δύστροπης», της «γρουσούζας» και της «μάγισσας». Έτσι, η νεαρή ηθοποιός που το καλοκαίρι του 1954 είχε πάρει ειδική άδεια από το Εθνικό για να αντικαταστήσει την Άννα Συνοδινού στο ρόλο της Ιουλιέτας, βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να δηλώνει πως θα εγκαταλείψει το θέατρο.

{youtube}HWdTd0foKik{/youtube}
Από εκείνη την εποχή ως το 1996 η Αλίκη πρωταγωνίστησε σε 53 παραστάσεις και σε 40 ταινίες, απέσπασε τη λατρεία μεγάλης μερίδας του κοινού, κρίθηκε και επικρίθηκε από άλλους και καθιερώθηκε, χάρη στην Ελένη Βλάχου, ως η Εθνική Σταρ της Ελλάδος, ενώ της αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «φαινόμενο», γιατί ενώ την πολεμούσαν εκείνη έβγαινε αλώβητη, γιατί ενώ όλοι προέβλεπαν το τέλος της, εκείνη έκανε πάντα μια νέα αρχή, γιατί ενώ τα χρόνια περνούσαν εκείνη έμενε πάντα νέα, γιατί ενώ οι μεγάλοι την αποκήρυτταν, τα παιδιά τη λάτρευαν. Γιατί ήταν η πρώτη, η μοναδική και η τελευταία αυθεντική εγχώρια σταρ. Η ουσιαστική της καριέρα και το άνοιγμα προς το δρόμο της «αποθέωσης» ξεκίνησε το 1959, όταν στον κινηματογράφο έπαιξε το ρόλο της Λίζας Παπασταύρου στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» και στο θέατρο το ρόλο της Ελίζας Ντούλιτλ στο έργο «Ωραία μου Κυρία», του Τζωρτζ Μπέρναρ Σω δίπλα στον Κώστα Μουσούρη.

Ο Λέων Κουκουλας στην εφημερίδα Αθηναϊκή σημειώνει «Η δ. Α.Β., που εμφανίζεται για πρώτη φορά στη σκηνή με υποχρεώσεις κι ευθύνες πρωταγωνίστριας, απέδειξε ως Ελίζα Ντούλιτλ πως εκτός από τη χάρη και τη φυσική γοητεία της διαθέτει και αναμφισβήτητα προσόντα υποκριτικής δεξιότητας και σκηνικής αγωγής…σε όλα τα στάδια της οβιδιακής μεταμορφόσεώς της, έπαιξε με μπρίο,μ’ εξυπνάδα και με πολλήν κατανόηση και κέρδισε ανεπιφύλακτη την επιδοκιμασία του κοινού. Τα φυσικά κι επίκτητα προσόντα της δ.Β. προοιωνίζουν μια καινούργια κι αξιόλογη δύναμη για το δραματικό μας θέατρο»(3), ενώ για την ερμηνεία της στο ξύλου ο κριτικόςτης εφημερίδας «Ελευθερία» γράφει «Σημαντική είναι η συμβολή ης ερμηνείας στην επιτυχία.

Η Α.Β. παίζει με δροσερό μπρίο αλλά και με συγκίνηση την κακομαθημένη μαθήτρια» (4). Στις πιο σημαντικές ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε η Αλίκη συγκαταλέγονται οι ταινίες του Ντίνου Δημόπουλου «Αστέρω» (1959/η ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου), «Μανταλένα» (1960/ για την ερμηνεία της απέσπασε το βραβείο Α΄γυναικείου ρόλου»,
«Ταξίδι» (1962), οι «Διπλοπενιές», του Γιώργου Σκαλενάκη (1966), και η «Υπολοχαγός Νατάσα» του Νίκου Φώσκολου. Ενώ στο θέατρο, κατά τη διάρκεια της τριαντατετράχρονης θιασαρχικής της, καριέρας παρουσίασε έργα όλων σχεδόν των σημαντικών ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, αλλά και έργα από το παγκόσμιο ρεπερτόριο.

Η Αλίκη αγάπησε ιδιαίτερα το μιούζικαλ και παρουσίασε αρκετά από τα πιο διάσημα μιούζικαλ σε παραστάσεις που έμειναν στην ιστορία για την άρτια παραγωγή τους.  Ανάμεσά τους αναφέρουμε το «Καμπαρέ», του Τζο Μάστεροφ (1978), «Καμπίρια» του Νηλ Σάιμον (1979), «Εβίτα» των Τιμ Ράις-Άντριου Λόιντ Γουέμπερ (ροκ όπερα/ 1981), «Βίκτωρ Βικτώρια» (από την ομώνυμη ταινία του Ράινχολτ Σίντλερ/ 1983), «Η Μελωδία της Ευτυχίας» των Ρότζερς – Χάμερστάιν (1994-96), κ.ά.

Από την αρχή της καριέρας της η Αλίκη φρόντισε να συγκεντρώσει δίπλα της εκλεκτούς συνεργάτες: Έπαιξε δίπλα σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς της χώρας (Κ.Μουσούρη, κα Κατερίνα, Μ. Κατρακη, Δ. Διαμαντίδου, Διον. Παπαγιαννόπουλο, Δ.Παπαμιχαήλ, Θ. Κωτσόπουλο, Τζ. Καρούσο, κ.ά), συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους έλληνες συνθέτες (Μ. Χατζιδάκι, Μ. Θεοδωράκη, Στ. Ξαρχάκο, Γ. Ζαμπέτα, κ.ά.),
τους σημαντικότερους μεταφραστές (Μ. Πλωρίτη, Π. Μάτεσι), τους πιο καταξιωμένους σκηνογράφους (Γ. Πάτσα, Μ. Παντελιδάκη, Γ. Ανεμογιάννη, Σπ. Βασιλείου, Δ. Φωτόπουλο, κ.ά) και με όλους σχεδόν τους σημαντικούς σκηνοθέτες (Αλ. Σακελλάριο, Κ.Μιχαηλίδη, Κ. Μπάκα, Στ. Φασουλή, Αλ. Σολωμό, Α. Βουτσινά, Κ. Τσιάνο, Μ. Βολανάκη, κ.ά).

Ιδιαίτερα σημαντικές στιγμές στην καριέρα της, αν και όχι τόσο επιτυχημένες καλλιτεχνικά-αν και έσπασαν κυριολεκτικά ταμεία, ήταν η παρουσία της στην Επίδαυρο το 1986 με την Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (θίασος Προσκήνιο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού) και το 1990 με την Αντιγόνη του Σοφοκλή (μετάφραση –σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη). Σημαντική ήταν η παρουσία της Αλίκης και στην ελληνική δισκογραφία, καθώς στο ενεργητικό της καταγράφονται περισσότεροι από πενήντα δίσκοι, με τραγούδια από τον κινηματογράφο και το θέατρο.

Αντίθετα, ελάχιστη ήταν η σχέση της Αλίκης με την μικρή τηλεόραση, μια που εμφανίστηκε μόνο σε τρεις τηλεοπτικές σειρές: «Αμαλία», του Γεωργίου Ρούσου (1976), «Η θεατρίνα» (1977) και (1991), ενώ παρουσίασε το «Εύθυμη Χήρα»«Καμπαρέ» (60 λεπτο σώου με τις καλύτερες μουσικοχορευτικές σκηνές της ομώνυμης θεατρικής παράστασης/ 1978). Έκανε επίσης αρκετές εμφανίσεις σε εορταστικές εκπομπές και έδωσε μερικές συνεντεύξεις που έφεραν υψηλά ποσοστά τηλεθέασης.

Η  Βουγιουκλάκη υπήρξε αναμφίβολα το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο της ελληνικής Show-Business. Λατρεύτηκε και μισήθηκε, αγαπήθηκε και πολεμήθηκε, επαινέθηκε και αμφισβητήθηκε όσο κανένας άλλος έλληνας καλλιτέχνης και αποτέλεσε -και αποτελεί ακόμη- το πιο αγαπημένο θέμα κοινού και δημοσιογράφων, μια που ως σήμερα και η παραμικρή αναφορά στο όνομά της, παρουσίαση μιας φωτογραφίας της σε εξώφυλλο, μια εκπομπή αφιερωμένη σ’εκείνη αρκεί για να πουληθούν χιλιάδες αντίτυπα  εφημερίδας ή περιοδικού και να χτυπήσουν κόκκινο τα νούμερα τηλεθέασης.

Κάθε της κίνηση αποτελούσε θέμα συζήτησης και προβολής από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Οι υποψίες για σχέση της με τον Κωνσταντίνο Γλύκσμπουργκ, ο γάμος της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ (Ιανουάριος 1965), η γέννηση του γιου της Γιάννη (1969), τα πολύκροτα και μακροχρόνια ειδύλλιά της, η κάθοδός της στην Επίδαυρο (1986, 1990), η ηλικία της, η ασθένεια και ο θάνατός της (1996), απασχόλησαν επί μακρό την ελληνική κοινωνία.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έφυγε στις 23 Ιουλίου 1996, βυθίζοντας όλη την Ελλάδα σε πένθος. Πολλά ειπώθηκαν τότε, πολλά γράφτηκαν τότε, η αναγγελία της ασθένειας και του θανάτου της έγινε επί πολλές μέρες πρωτοσέλιδο στον έντυπο τύπο και πρώτο θέμα στα τηλεοπτικά δίκτυα. Έτσι ταίριαζε σε μια Εθνική Σταρ. Ακόμη και σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που προσπαθούν να αναλύσουν το «Φαινόμενο Αλίκη Βουγιουκλάκη», προσπαθώντας να υπερασπιστούν ή να αρνηθούν το ταλέντο της στην υποκριτική τέχνη. Για την ιστορία ίσως και να’χει σημασία, για την Ελλάδα αρκεί το χαμόγελό της που το γεύτηκε για χρόνια. Για τους συναδέλφους της ίσως αρκεί ότι εξαιτίας της καλυτέρευσαν τα οικονομικά τους.

Για το θέατρο, ότι οι θίασοι και οι θεατρικοί επιχειρηματίες, ακολουθώντας το παράδειγμά της, άρχισαν να επενδύουν σε ακριβές παραστάσεις υψηλής αισθητικής. Για την Αλίκη ίσως αρκεί το γεγονός πως όλοι τη θεωρούσαν το Αλικάκι τους. «Η Αλίκη δεν ήταν ‘μόδα’ που περνάει. Υπήρξε αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας, συνοδοιπόρος στην πορεία όποιου που μεγάλωσε μαζί της, γέλασε μαζί της, συγκινήθηκε και δάκρυσε μαζί της, ονειρεύτηκε μαζί της. Και δεν ήταν μαζί μόνο η συνομήλική της γενιά. Ήσαν και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που την ένιωθαν σαν μια καλή τους κόρη, ήσαν και τα μικρά παιδιά που την ήθελαν για μεγάλη τους αδελφή. Η Αλίκη ήταν για όλους ο ‘δικός’ τους άνθρωπος».


(1)Τάσος Λιγνάδης ‘Κατάθεση για την Αλίκη Βουγιουκλάκη’, απόσπασμα από το βιβλίο-λεύκωμα «Αλίκη», του Μαρίνου Κουσουμίδη-Εκδόσεις Κάκτος, 1979, σελ. 14
(2)Αλκίνοος Μπουνιάς «Η Αλίκη και οι…άλλοι» - Εκδόσεις Eυρωπρες, 1984, σελ. 36
(3)Απόσπασμα από το βιβλίο του Μαρίνου Κουσουμίδη, σελ. 38
(4) Απόσπασμα από το βιβλίο του Μαρίνου Κουσουμίδη, σελ. 116 (5) Απογευματινή, 21 Ιουλίου 1996

Μαριάννα Κυριακάκη