Η Αλέκα Παΐζη, η αιώνια έφηβη με το λαμπερό βλέμμα και το ζεστό χαμόγελο, ζέστανε πολλά βράδια μας, είτε από σκηνής, είτε στα παρασκήνια των θεάτρων, φώτισε πολλές σκοτεινές πτυχές της ψυχής μας, μέσα από το φως της τέχνης της και φρόντισε με όλη της την ψυχή να ενδυναμώσει τη λαχτάρα μας για το θέατρο.
Η καλοσύνη, η γλυκύτητα, η τρυφερότητα αλλά και ο δυναμισμός ήταν μόνο κάποια από τα προτερήματα της μεγάλης ηθοποιού. Δε θα μιλήσω για την τέχνη της –πώς θα μπορούσα άλλωστε;- παρά μόνο για στιγμές από τη ζωή της.{mosimage}
Η Αλέκα Παΐζη γεννήθηκε στην Κρήτη το 1919. Το 1942 αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ερμηνεύοντας τη Σουζάνα στη Βεντάλια του Γκολντόνι. Από τότε έχει ερμηνεύσει σπουδαίους ρόλους, συμπράττοντας με τους σημαντικότερους θιάσους και σκηνοθέτες: Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ, Θέατρο Τέχνης, Θίασος της κυρίας Κατερίνας, Θίασος Μουσούρη, Θίασος Κατράκη, Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο κ.α.
Οι νεότεροι την συναντήσαμε στο Έβδομο ρούχο της Ευγενίας Φακίνου και στον Ερρίκο Δ’ του Πιραντέλλο και τα δύο σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου, στο Ντάμα Κούπα του Φρανκ Μακ Γκίνις σε σκηνοθεσία Άσπας Τομπούλη και τελευταία, το καλοκαίρι του ’08, στις Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης του Εντεν Φον Χόρβατ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, στο ρόλο της γιαγιάς, που ήταν και ο τελευταίος της. {mosimage}
Υπηρέτησε το θέατρο στις πιο δύσκολες εποχές και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Όλη η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας πέρασε μπροστά από τα μάτια της και ζυμώθηκε με την τέχνη της. Δεν υπήρξε μόνο μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς που ανέδειξε η χώρα μας, αλλά και μία από τις πιο χαρακτηριστικές αγωνίστριες του εικοστού αιώνα. Αγωνίστρια ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια, βρέθηκε μέσα στην Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής, τυπώνοντας στο σπίτι της τον πρώτο παράνομο «Ριζοσπάστη». Για τη δράση της συνελήφθη από τους Γερμανούς και έμεινε εξόριστη τρία χρόνια στο Τρίκερι και στο Μακρονήσι, υπομένοντας σκληρά βασανιστήρια. Συνελήφθη πολλές φορές, αυτοεξορίστηκε στην περίοδο της χούντας και επί τριάντα και πλέον χρόνια εργάστηκε υπό το φόβο μιας νέας σύλληψης.
Πάθος για την ζωή πρώτα και για την τέχνη ύστερα, αγώνας για τον άνθρωπο, αγάπη για τον άνθρωπο: Όλα αυτά έχουν κάτι από εκείνη, κάτι απ’ τον ήχο της φωνής της, εκείνης της χαρακτηριστικής φωνής που θα κουβαλάμε πάντα στην ψυχή μας και θα τη μεταφέρουμε μέσω αυτής, στα αμφιθέατρα, στα θέατρα, στα παρασκήνια… πίσω, εκεί όπου ανήκει…