ΛΙΣΑΒΟΝΑ

{mosimage}Από την Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου η «ΛΙΣΑΒΟΝΑ», το νέο έργο του συγγραφέα Αντώνης Νικολής ανεβαίνει στο θέατρο ΣΤΟΑ σε σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου με τον ίδιο και τη Λήδα Πρωτοψάλτη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Τον συγγραφέα έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν από τις συνεργασίες του με το Σταμάτη Φασουλή (Ο κύριος Εμμανουήλ και ο …Ροΐδης, και Το σπίτι φεύγει).


Το έργο περιγράφει τη ζωή ενός ζευγαριού που επί πολλά χρόνια έκανε τις διακοπές του στη Λισαβόνα. Κάποια από αυτές τις εκδρομές του διακόπηκε από το φοβερό μαντάτο. Η κόρη αρρώστησε σοβαρά. Σε λίγο χάθηκε. Οι εκδρομές διακόπηκαν για τέσσερα χρόνια. Τώρα αποφάσισαν να ξαναπάνε. Αυτοί, δύο νεκροί. Η Λισαβόνα αντιπροσωπεύει την καλή τους εποχή, τις φωτεινές μέρες,  μπορεί και να ξεχάσουν.

Ξεχνιέται ο βαθύς πόνος; Ξαναγυρνάνε στη κανονική ζωή οι άνθρωποι που χτυπήθηκαν αλύπητα; Μπορούνε δύο νεκροί να κάνουν ταξίδια εκτός από τις μνήμες τους; Έχουν μάτια για να δούνε τα γνώριμα στέκια; Αισθήσεις για να δεχτούν οποιαδήποτε ομορφιά; Έχουν άλλη μνήμη εκτός από τη μνήμη του αγαπημένου προσώπου που χάθηκε; Υπάρχουν άραγε πια; Ζούνε; Είναι οι ίδιοι;

Η Λισαβόνα είναι ο άλλος τόπος στη συνείδηση του ζευγαριού και τους φέρνει ξανά στην επιφάνεια όσα νομίζουν ότι καταχώνιασαν βαθιά μέσα τους. Ένας σκληρός κλαυσίγελος, για να σκεπάσουν με τις φωνές τους τις δυνατές ζαριές από το παιχνίδι της ζωής με το χρόνο.

Μ’ έναν ακριβό ποιητικό τρόπο, ο Αντώνης Νικολής προσπαθεί να διερευνήσει το χάος που αφήνει μέσα μας ο θάνατος. Ξεδιπλώνει το έργο του περιπλανώμενος μέσα σε άγνωστα μονοπάτια προσπαθώντας κι ο ίδιος να ανακαλύψει αυτό που μας δημιουργεί ο πραγματικά μεγάλος πόνος. Αυτός που κανείς δεν μπορεί να τον περιγράψει στον άλλο.

Σκηνοθεσία:Θανάσης Παπαγεωργίου
Σκηνικό:Λέα Κούση
Επεξεργασία ήχου:Κώστας Μπόκος
Σύνθεση και επεξεργασία εικόνας: Βασίλης Κουντούρης
Μάσκες:Αδελφοί Αλαχούζοι

Διανομή:
Θεανώ-Λήδα Πρωτοψάλτη
Αντώνης-Θανάσης Παπαγεωργίου
Η άλλη Θεανώ-Εύα Καμινάρη
Ο άλλος Αντώνης-Δημήτρης Θεοδώρου

ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟΑ, Μπισκίνη 55, Ζωγράφου, τηλ.. 210 7702830
Παραστάσεις:Τρίτη, Παρασκευή, Σάββατο 9.30 μ.μ
Τετάρτη (λαϊκή), Κυριακή  7.00 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων:22 €, 15 € λαϊκή, φοιτητικό, παιδικό

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ

Σ’ ένα έργο σαν τη «Λισαβόνα» που στηρίζεται στο ‘είναι’ και στο ‘φαίνεσθαι’ της ανθρώπινης ψυχής, η σκηνοθεσία επέλεξε να υπερτονίσει το ‘είναι’ πιστεύοντας ότι το ‘φαίνεσθαι’ καλύπτεται και με το παραπάνω από τον συγγραφέα.
Και επειδή το ‘είναι’ ξέρει καλά να κρύβεται, έριξα όλο το βάρος στην αποκάλυψή του.

Έτσι, ό,τι κρύβουν ο Αντώνης και η Θεανώ, ακόμη κι από τον εαυτό τους, περιπλανώμενοι στις γειτονιές της Λισαβόνας, το ζούνε τα αντίγραφά τους, ο άλλος τους εαυτός, που δεν θέλει να κρύψει τίποτα, αποκαλύπτοντας αυτό που τους βασανίζει και δεν τους επιτρέπει να χαρούν αυτά που ξέρανε να χαίρονται όσες φορές ερχόντουσαν στην αγαπημένη τους πόλη που συνδέεται με τα ωραιότερα πράγματα, αλλά και την σκληρότερη εμπειρία τους.

Ο εγκλωβισμός των δύο ηρώων μέσα στο αξεπέραστο πρόβλημά τους, τους βουλιάζει όλο και περισσότερο σε μια σκληρή πραγματικότητα που νομίζανε ότι την ελέγχουν, τη στιγμή που ασυνείδητα άγονται και φέρονται απ’ αυτήν. Γρήγορα ανακαλύπτουν, λες και δεν το νιώθανε, ότι ο αληθινός πόνος δεν ξεριζώνεται ποτέ, είναι το ίδιο βαθύς και οδυνηρός όσο και η αγάπη.
Νομίζω ότι αυτά τα δύο αισθήματα εμφανίζονται μόνο μια φορά στη ζωή μας σε όλο τους το μεγαλείο, με όλα τα επακόλουθα και μας σφραγίζουν για πάντα, όπως έχουν σφραγίσει τους δύο ήρωες του έργου, που μάταια πασχίζουν να συμβιώσουν μαζί με τη μεγάλη απουσία, την αφόρητη απώλεια.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Αντώνης Νικολής
«Λισαβόνα»: ο μύθος του έργου

Το Δεκέμβρη του 1990, για τέσσερις εβδομάδες, βρέθηκα στο Λονδίνο. Σ’ ένα συνοικιακό κολέγιο, να φρεσκάρω τα αγγλικά μου, περιοχή Κράουτς Εντ, νοίκιαζα δωμάτιο εκεί κοντά, σ’ ένα αγγλοεβραϊκό σπίτι αλησμόνητης ψυχικής ευρυχωρίας. Την πρώτη μέρα, με οδηγίες για αλλαγή τριών συγκοινωνιών, θα κατέβαινα στο κέντρο. Στη στάση του πρώτου λεωφορείου όμως, ακούω ελληνικά, ένα ζευγάρι εξηντάρηδες, πιάνω την κουβέντα μαζί τους, Αλεξανδρινοί, είχαν κάνει Βραζιλία, ΗΠΑ, τώρα Αγγλία, μου ασκούσαν ανέκαθεν γοητεία αυτού του τύπου οι Έλληνες τυχοδιώκτες, ούτε μετανάστες ούτε πρόσφυγες ακριβώς. Και λούμπεν και πρίγκιπες, και επαρχιώτες και πολίτες του κόσμου, και η Αθήνα ένα χωριό και ο κόσμος όλος δεν τους χώραγε.

Τους άκουγα, ως το Τσάριγκ Κρος με οδηγούσαν εκείνοι, το βράδυ χάθηκα, δε θυμόμουν τη διαδρομή να γυρίσω πίσω. Νομίζω η Αλεξάνδρεια, και λόγω του Καβάφη, είναι η νοητή προβολή της Κω μέσα μου. Οι φοίνικες, εκείνο το αρχαίο όσους μπορεί να θρέψει η Κως ούτε η Αίγυπτος, ότι και αρκετοί Κώοι συγκαταλέγονταν στους εύπορους Αιγυπτιώτες. Αλλά και ένας που μεγαλώνει ανάμεσα σε τουρίστες, ταξιδιώτες επί το πλείστον, του ’70, είναι φυσικό να συγγενεύει με κοσμοπολίτες, ακόμα και τυχοδιώκτες.

16 χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2006, έκτη φορά στη Λισαβόνα, παθιασμένος με την πόλη, τα τοπία της ήδη εικόνες της αισθηματικής μου ζωής, συνθήκη του αυθεντικού την ονομάζω, και να αυτό που δε θα φανταζόμουν ποτέ, η ανάμνησή της ήδη, ενώ την περπατώ, μεταπλάθεται σε σκηνικό χώρο στο μυαλό μου, κι ένα ζευγάρι, ο Αντώνης και η Θεανώ παρεισδύουν σ’ εκείνο το σκηνικό χώρο, την περιδιαβαίνουν, είναι οι Αλεξανδρινοί του ’90, αλλά και νοτισμένοι με πολλά άλλα, -τη δουλειά της την ξέρει καλά η μνήμη.

Ο μύθος είναι απλός, αλλά και σύγχρονος και αν θα τα κατάφερνα και βαθύς. Δύο άνθρωποι ως το μεδούλι τους μόνοι (και την ευθύνη γι’ αυτό να μην τη χρεώνουν σε κανέναν). Δίχως τόπο, πρόσφυγες παντού, δίχως συγγενείς, δίχως φίλους, η σχέση τους μία σχεδία, ο κόσμος γύρω και μέσα τους ερείπια, σημαδεμένοι από την πιο σκληρή απώλεια, δίχως καμιά βεβαιότητα, κανένα δόγμα, τίποτε να δίνει κύρος στις ιδέες τους, μόνο ένα «αλλού» της ψυχής τους, η συγκίνηση από μία πόλη που ούτε κι αυτήν την ξέρουν καλά-καλά, τόσο, που και τα τοπία της στην εμπειρία τους να μην είμαστε σίγουροι αν είναι τα πραγματικά ή μόνο τάπητες φανταστικοί του μυαλού τους. Ένα παράδοξο χιούμορ τούς διασώζει κάπως, και η εύκολη πρόσβαση στο υποσυνείδητο, τα όνειρα.

Ένα χρόνο περίπου μετά, λίγες μέρες πριν από την έβδομη φορά μου στην πόλη, η «Λισαβόνα» μου ήταν ολόκληρη. Έλεγα στο συνταξιδιώτη, το φίλο που μοιραζόμαστε το ετήσιο ταξίδι, να λοιπόν ένα έργο, μόνο για μένα και για σένα. Νόμιζα δε θα συγκινούσε κανέναν αν δεν είχε ταξιδέψει μαζί μου εκεί.

Χρειάστηκα ένα διάστημα, τις γνώμες αρκετών, μέχρι να χωνέψω ότι μπορεί και να τα είχα καταφέρει. Άλλωστε δεν άργησαν ο Θανάσης με τη Λήδα. Ο Θανάσης με δυνατές εικόνες, με το σάστισμα από τον αντίλαλο όσων δε λέει, με ό,τι αφήνει μετέωρο στην άκρη της φωνής του, τη βαθμιαία τη βασανιστική εσωτερική κατάρρευση, το βλέμμα, στο τέλος κάθε στροφής αυτού του ιδιότυπου bolero που είναι το έργο, όλο και πιο μέσα στραμμένο, και η Λήδα, πού να κοιτάζει άραγε αυτή η γυναίκα, τι ματιά όταν η ψυχή της ξεβράζει εικόνες παράλογες, τίνος ρυθμού εκκρεμές από τη μανία στην κατάθλιψη, εκλύοντας τόση πολλή ενέργεια μέσα της η Θεανώ. Αλλά και ο καθένας στη δουλειά του, όλοι οι υπόλοιποι συνεργάτες στο Στοά. Είμαι μάλλον ένας πολύ τυχερός συγγραφέας.

Πληροφορίες Koyinta

Off Canvas sidebar is empty