Ημέρες Ανεξαρτησίας

{mosimage}Στο ανεξάρτητο σινεμά από όλο τον κόσμο είναι αφιερωμένη και φέτος η ενότητα «Ημέρες Ανεξαρτησίας» του 48ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Οι Ημέρες Ανεξαρτησίας, όπως λέει και η διευθύντρια του Φεστιβάλ, Δέσποινα Μουζάκη, λειτουργούν ως ένα εναλλακτικό δίκτυο «διανομής», με πρωταρχική  επιδίωξη του την ανάδειξη καινοτόμων δημιουργών, ταινιών και ρευμάτων, ολότελα διαφορετικών μεταξύ τους, με μοναδικό κοινό στοιχείο την ιδιαιτερότητά τους.
Με αυτό το σκεπτικό, οι φετινή, τόσο ενδιαφέρουσα αυτή ενότητα του Φεστιβάλ παρουσιάζει αφιερώματα στον ελάχιστα γνωστό στο ευρύ κοινό αλλά πολύ ξεχωριστό και ταλαντούχο Ιάπωνα σκηνοθέτη Μίκιο Ναρούσε, στην επιτυχημένη διαφημίστρια και σκηνοθέτιδα από τη Μαλαισία Γιασμίν Αχμάντ, στον Κορεάτη διανοούμενο Λι Τσανγκ-Ντονγκ, σε μία άτυπη καλλιτεχνική κολεκτίβα από τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στο επίσης αμερικάνικο No Wave της δεκαετίας του 1970.

Λίγα λόγια για τους καλλιτέχνες του αφιερώματος:
{mosimage}
Μίκιο Ναρούσε:
Περιγράφοντας τον κινηματογράφο του συμπατριώτη του Μίκιο Ναρούσε (1905-1969) ο Ακίρα Κουροσάβα είπε: «Μια ροή πλάνων που, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει ήρεμη και συνηθισμένη, για να αποκαλυφθεί πως στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μανιασμένο χείμαρρο, μεταμφιεσμένο σε ένα βαθύ ποτάμι με γαλήνια επιφάνεια».
Η φιλμογραφία του Ναρούσε, από το ντεμπούτο του την δεκαετία του ’30, έως το κύκνειο άσμα του «Scattered Clouds» το 1967, αριθμεί 87 συνολικά ταινίες.
Αυτές οι ταινίες, που στην χώρα του θεωρήθηκαν ισότιμες από τους εγκυρότερους κριτικούς και θεωρητικούς του κινηματογράφου με αυτά των Όζου, Μιζογκούτσι και Κουροσάβα, παρέμειναν σχεδόν άγνωστες στο ευρύ κοινό της Δύσης, κυρίως λόγω της πολιτικής των ιαπωνικών στούντιο παραγωγής, που έκριναν πως το αποδραματοποιημένο, ρεαλιστικό και βαθιά πεσιμιστικό σινεμά του δεν ενδεικνυόταν για διεθνή διανομή.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια αρκετές ρετροσπεκτίβες σε διεθνή φεστιβάλ και ταινιοθήκες, ταξίδεψαν το όνομα του Nαρούσε ανά τον κόσμο, αποκαθιστώντας, σύμφωνα με τα λόγια του γνωστού αμερικανού κριτικού Phillip Lopate, «ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της παγκόσμιας κινηματογραφικής ιστορίας».  
Το αφιέρωμα του Φεστιβάλ θα εστιάσει στην μεταπολεμική και πλέον ώριμη δημιουργική περίοδο του σκηνοθέτη, με εξαίρεση το βωβό «Every night dreams» του 1933. Μάλιστα, η προβολή αυτής της ταινίας θα γίνει με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής, γραμμένης ειδικά για την περίσταση από τους Θεσσαλονικιούς «Your Hand in Mine».
{mosimage}
Γιασμίν Αχμάντ:
Γεννήθηκε το 1958 στη Μαλαισία. Ανάμεσα στις σπουδές της στην ψυχολογία σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας και το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 2002 με την ταινία Rabun, μεσολάβησαν εικοσιπέντε χρόνια καριέρας στο χώρο της διαφήμισης, γεμάτα βραβεία και διακρίσεις. Σκηνοθέτιδα, σεναριογράφος, παραγωγός και ηθοποιός, επιδιώκει να συνεργάζεται με τους ίδιους ανθρώπους, τους οποίους και θεωρεί οικογένειά της...
Η Γιασμίν Αχμάντ ανήκει σε μια νέα γενιά κινηματογραφιστών από τη Μαλαισία που προσπαθούν μέσα από το έργο τους να «εκσυγχρονίσουν» την εικόνα της χώρας τους, απαλλάσσοντάς την από την πατίνα ενός multi-culti εξωτισμού.  Εστιάζοντας στις γοητευτικές αντιφάσεις μιας πολυφυλετικής κοινωνίας, όπως είναι αυτή της Μαλαισίας, μέσα πάντα από μια ευαίσθητη όσο και οξυδερκή, ανθρωποκεντρική ματιά, η Αχμάντ αμφισβητεί ανοιχτά τα στερεότυπα με τα οποία μεγάλωσε και δεν διστάζει να συνδιαλεχθεί με θέματα ταμπού, όπως αυτά των διαφυλετικών ερωτικών σχέσεων και της ανοχής σε διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις.
Στις τρεις τελευταίες, από τις τέσσερις συνολικά, δουλειές της, δηλαδή τα φιλμ «Sepet» (2004), «Gubra» (2005) και «Mukshin» (2006),  έχει επιλέξει ως «όχημα» της μυθοπλασίας και φορέα και του σχολίου της την Orked, μια κοπέλα που αντιπαρατίθεται στα αρχέτυπα της χώρας της, έχοντας μεγαλώσει μέσα σε μια οικογένεια που τη σέβεται, την αγαπά και της συμπεριφέρεται όπως θα συμπεριφερόταν σε ένα αγόρι. Ο χαρακτήρας της Orked, όπως σκιαγραφείται  στην τριλογία, ενσαρκώνει σε ένα μεγάλο βαθμό την κοσμοθεωρία της ίδιας της σκηνοθέτιδας: «Είμαι αισιόδοξη και συναισθηματική, σε εκνευριστικό ίσως βαθμό, ιδίως για τους ανθρώπους που θεωρούν πως  το να είσαι κυνικός και ψυχρός είναι “cool”.  Κάθε μέρα ευχαριστώ τον Αλάχ  για πράγματα απλά, που τείνουμε να θεωρούμε δεδομένα, όπως την ικανότητά μου να αναπνέω, να αγαπώ, να γελώ, να τρωω και να πίνω».
Η Γιασμίν Αχμάντ δίνει το παρόν στο Φεστιβάλ όχι μόνο ως επίτιμη καλεσμένη του αλλά και ως  μέλος της κριτικής του επιτροπής.

Λι Τσανγκ-Ντονγκ:
Γεννημένος το 1954 στο Νταεγού της Κορέας και μεγαλωμένος σε μια αριστερή οικογένεια πρώην αριστοκρατών, είναι ένα ιδιότυπο κράμα εστέτ και εικονοκλάστη, ιδεαλιστή και πραγματιστή, διανοούμενου και «παραμυθά», αντιθέσεις που ενσωματώνονται αρμονικά στο έργο του, διαμορφώνοντας τον ιδιαίτερο, αντισυμβατικό χαρακτήρα του.
Ο Λι μπήκε στο σινεμά το 1993, ως σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία «To the starry island» του φίλου του Παρκ Kουάνγκ-σου. Έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1996 με το «Green fish», ένα ιδιότυπο φιλμ νουάρ που αιφνιδίασε το κορεάτικο κοινό, εντυπωσιάζοντας με τον ρεαλισμό με τον οποίο σκιαγραφούσε τον υπόκοσμο και τους ανθρώπους του. Στο «Peppermint candy», τη δεύτερη δουλειά του, μέσα από μια αφήγηση που κινείται ανάποδα στο χρόνο, δημιουργεί ένα συγκλονιστικό πορτρέτο των αλλαγών που συντελέστηκαν στην πατρίδα του τα τελευταία είκοσι χρόνια. H ταινία, ωστόσο, που τον καθιέρωσε και πέρα από τα σύνορα της χώρας του, χαρίζοντάς του διακρίσεις σε πολλά κινηματογραφικά φεστιβάλ (ανάμεσα τους τα βραβεία Kαλύτερης Σκηνοθεσίας και Γυναικείας Eρμηνείας σε αυτό της Bενετίας) ήταν το «Oasis» του 2002, μια σπουδή πάνω στην έννοια της πραγματικής αγάπης. H τελευταία δουλειά, φετινής παραγωγής, του Λι Tσανγκ- ντονγκ  με τίτλο «Secret sunshine», ισορροπεί με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία αλλά και ευαισθησία ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, υμνώντας την ικανότητα του ανθρώπου να αντιμετωπίζει και να ξεπερνά τις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, προκλήσεις της καθημερινότητάς του. Mεσολάβησε η διετής (από το 2002 έως το 2004) θητεία του στο αξίωμα του Yπουργού Πολιτισμού της χώρας του, αλλά και η ίδρυση της Pine House Film, της δικής του δηλαδή εταιρείας διανομής.

Νέοι Αμερικανοί:
Τη χρονιά που μας πέρασε ένας ευρηματικός νεολογισμός έκανε την εμφάνιση του στα καλλιτεχνικά πηγαδάκια και τον εξειδικευμένο, κινηματογραφικό Τύπο της Αμερικής. Ο όρος «mublecore» (από το muble/μουρμουρητό και core/πυρήνας) δημιουργήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα νέο κινηματογραφικό ρεύμα της αμερικανικής ανεξάρτητης σκηνής, για πολλούς το πλέον ενδιαφέρον των τελευταίων είκοσι χρόνων, δεδομένου μάλιστα του ότι είναι και το πρώτο που δεν αναπτύχθηκε μέσα στον μικρόκοσμο- φυτώριο του Sundance.
Αναφέρεται σε μια νέα γενιά κινηματογραφιστών, την D.I.Y. (do it yourself) γενιά  του you tube, του my space και των blogs, τη γενιά των καινούριων προκλήσεων, της ελευθερίας, της αυθάδειας και της αμεσότητας του internet.
Οι ταινίες τους μοιράζονται κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (νατουραλιστική αφήγηση, low-fi παραγωγή, ερασιτέχνες ηθοποιοί, αυτοσχεδιαστικοί διάλογοι), επί της ουσίας όμως δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με ένα διακριτό αισθητικό ρεύμα, όσο με μια χαλαρή κοινότητα καλλιτεχνών με παρόμοιο τρόπο σκέψης και λειτουργίας, που συνεργάζεται για τη δημιουργία των ταινιών της.
Το διαλογικό σινεμά της καθημερινότητας του Άντριου Μπουτζάλσκι (που φιλοξενήθηκε από τις πρώτες Ημέρες Ανεξαρτησίας με τα φιλμ «Funny ha ha» και «Αμοιβαία Εκτίμηση») καθώς και αυτό των Τζο Σουάνμπεργκ, Κρεγκ Ζόμπελ, Άλεξ Χόλντριντζ και Λόρα Νταν που παρίστανται στο φετινό Φεστιβάλ για να παρουσιάσουν τις καινούριες τους ταινίες και να μιλήσουν γι’ αυτές, μπορεί να μην είναι ένα σινεμά όμορων ανησυχιών και αναζητήσεων, είναι όμως σίγουρα ένα σινεμά όμορων στόχων, μια ανοιχτή συζήτηση των σκηνοθετών με το κοινό.
Ειδικές προβολές:
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μέσα από την καλλιτεχνική σκηνή του East Village, ξεπήδησε το «No Wave», ένα κίνημα που αναπτύχθηκε παράλληλα με εκείνο του πανκ, συνάδοντας σε ένα μεγάλο βαθμό με την ιδεολογία του.
Οι κινηματογραφικοί εκπρόσωποι του, ανάμεσα τους ο Tζιμ Tζάρμους, ο Έιμπελ Φεράρα και ο Pίτσαρντ Kερν, άντλησαν στοιχεία από τα b-movies, την avant garde και τη γαλλική nouvelle vague και δημιούργησαν ένα φρέσκο, ζωντανό ρεύμα στο αμερικανικό σινεμά, προπομπό της σύγχρονης αμερικανικής ανεξάρτητης σκηνής.
Tο 1975 ο Έιμος Πο, εμβληματική φιγούρα του No Wave, μαζί με τον Ίβαν Kραλ (session μουσικό και στενό συνεργάτη, μεταξύ άλλων, της Πάτι Σμιθ και του Ίγκι Ποπ) έκανε την παραγωγή, μόνταρε και σκηνοθέτησε αυτό που σήμερα χαρακτηρίζεται ως το απόλυτο φιλμ για την αμερικανική πανκ σκηνή των ‘70’s: Aπό τα καρέ του «Blank Generation» παρελαύνουν ονόματα όπως η Πάτι Σμιθ, οι Blondie, οι Ramones, οι Talking Heads και οι Television, το φιλμ, ωστόσο, δεν αποτελεί μόνο ένα πολύτιμο μουσικό ντοκουμέντο, αλλά και το ανάγλυφο αποτύπωμα μιας ολόκληρης εποχής.
Οι Ημέρες Ανεξαρτησίας θα φιλοξενήσουν και την τελευταία δουλειά του Πο με τίτλο «Empire II», μια άτυπη «διασκευή» του ομότιτλου φιλμ του Άντι Γουόρχολ, με μουσικές από  τους Πάτι Σμιθ, Ντέμπι Χάρι, Στιβ Ερλ, B.B. King και άλλους. Οι μουσικές διαδρομές των φετινών Ειδικών Προβολών του τμήματος, ωστόσο, δεν σταματούν εδώ. Στο «Berlin» ο Τζούλιαν Σνάμπελ πίσω από την κάμερα και ο Λου Ριντ επί σκηνής κάνουν, 33 χρόνια μετά την ηχογράφηση του ομότιτλου album, το όνειρο χιλιάδων μουσικόφιλων πραγματικότητα.
Την ίδια στιγμή το «Joy Division» του Γκραντ Γκι αφηγείται, μέσα από μαρτυρίες των ίδιων των πρωταγωνιστών της (τα εναπομείναντα μέλη του συγκροτήματος Μπέρναρντ Σάμερ, Στίβεν Μόρις και Πίτερ Χουκ, τον παραγωγό Μάρτιν Χάνετ αλλά και  τον πρόσφατα χαμένο ιδρυτή της Factory Records Τόνι Γουίλσον), την ιστορία της θρυλικής μπάντας, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα και ένα ενδιαφέρον πορτρέτο του Mάντσεστερ, της πόλης που τη γέννησε.

Παιδική προβολή:
Ξεχωριστή θέση στο φετινό πρόγραμμα των Ημερών Ανεξαρτησίας κατέχει και η ειδική, παιδική προβολή του τμήματος, με δύο αριστουργηματικές μεσαίου μήκους δουλειές, τα φιλμ «Το κόκκινο μπαλόνι/Le ballon rouge» (1956) και «Ο ασπροχαίτης/ Crin blank» (1953) του σπουδαίου Αλμπέρτ Λαμορίς, που θα προβληθούν σε νέες, αποκατεστημένες κόπιες.
Μάλιστα, το πρώτο, η ποιητική περιπλάνηση ενός αγοριού και ενός κόκκινου μπαλονιού στους δρόμους του Παρισιού, βραβευμένο με Όσκαρ σεναρίου (η μοναδική μεσαίου μήκους ταινία που έχει καταφέρει ποτέ κάτι τέτοιο) αλλά και Χρυσό Φοίνικα, συγκαταλέγεται στις πλέον αγαπημένες ταινίες καλλιτεχνών όπως ο Ζακ Πρεβέρ, ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Χου Χσιάο-χσιέν.

Ευγενία Χατζηνικολαίδου

Off Canvas sidebar is empty