Off Canvas sidebar is empty

ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

{mosimage}«…Ο χώρος που έπιανε η Μαρίκα στη ζωή και στη σκηνή, μεταφέρθηκε μέσα μας κι έγινε «πνευματική μνήμη», μνημείο υψηλό θα λέγαμε, τόσο υψηλό, που έφτανε ως της Ιδέα. Αυτό το ύψος, αυτή η μεγαλοσύνη, ήταν που μας έκανε όλους να γέρνουμε ευλαβικά μπροστά στην Μαρίκα, και τότε που ζούσε και τώρα που δεν υπάρχει…»(1)

Η Μαρίκα Κοτοπούλη υπήρξε αναμφισβήτητα ένα μνημείο υψηλό για όλους όσοι βρέθηκαν δίπλα της και σημαδεύτηκαν από την εκρηκτική προσωπικότητα και την ανυπέρβλητη τέχνη της. Η Μαρίκα γεννήθηκε στις 3 Μαιου του 1887. Ήταν το τέταρτο παιδί των ηθοποιών Δημήτρη Κοτοπούλη και Ελένης (το γένος Σιλιβάκου). Το γεγονός ότι οι ωδίνες του τοκετού ανάγκασαν τη μητέρα της να διακόψει την παράσταση του θεάτρου «Ευτέρπη», ίσως προανήγγειλε τη γέννηση μιας αξεπέραστης θεατρίνας, ενός καλλιτεχνικού μεγέθους που όλοι θα υποκλίνονταν επί τη εμφανίσή της. Έτσι έγινε. Έτσι γινόταν πάντα.  

{smoothgallery timed=true}
Η αναγνώριση ήρθε για τη Μαρίκα πολύ νωρίς. Ήταν ακόμη παιδί όταν έπαιξε την κυρά Γιάννενα, στο έργο του Δημήτρη Κορομηλά «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» και η τέχνη της δεν πέρασε απαρατήρητη από την κριτική. Πράγματι, στις 27 Φεβρουαρίου του 1901, στη «Σημαία Πατρών»  γράφτηκε: «…Αλλ’ υπέρ πάντα τα πρόσωπα ιδιαιτέρας μνείας η επιτυχία της δεσποινίδος Μαρίκας Κοτοπούλη, της δεκαεξαετιδος ηθοποιού, ήτις κατόρθωσε να διερμηνεύσει θαυμασίως ρόλον πολύ προς την ηλικίαν της δυσανάλογον…εβδομηκοντούιδος γραίας. Η μικρά Μαρίκα Κοτοπούλη ανέπτυξε …εξαιρετικά, εκτάκτως ευέλπιδα προσόντα δια την σκηνήν, επί της οποίας προώρισται να καταγάγη  θριάμβους. Έχει θάρρος καταπλήσσον, φωνήν ισχυράν, απαγγελίαν φυσικώτατην, χρωματιζομένην τελείως, αναλόγως των ψυχολογικών καταστάσεων…υπέρ όλα αυτά έχει μίαν δύναμιν υποκρίσεως και μίαν επιβλητικότητα από σκηνής, ώστε νομίζει κανείς ότι σύρει όπισθέν της ολόκληρον παρελθόν αγώνων και πείρας…»(2)

{mosimage}Λίγους μήνες αργότερα επιβεβαιώνει τα καλλιτεχνικά της προσόντα και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου σε χρονογράφημά του στο «Σκριπτ» (30 Ιουλίου 1901) «…Το ανάστημα της μπουκιάς αυτής υψώνεται επί σκηνής…από την ορμητικήν τάσιν του μικρού δαίμονος τον οποίον έχει εις την ψυχήν και ο οποίος βιάζεται να μεγαλώσει. Σας βεβαιώ ότι θα μεγαλώσει ταχύτατα…»(3)

Ένα χρόνο αργότερα ο διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου, Θωμάς Οικονόμου ζήτησε από την Μαρίκα Κοτοπούλη να ενταχθεί στο δυναμικό της κρατικής σκηνής. Εκείνη δεν ήθελε, αλλά αναγκάστηκε να υποκύψει στις πιέσεις του πατέρα της και να αποδεχτεί την πρόταση. Αμέσως αντέδρασε σχεδόν όλος ο θίασος του Βασιλικού Θεάτρου. Κανείς τους δεν ήθελε να συνεργαστεί με ένα παιδί. Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν και μετά την ένταξη της Μαρίκας στο θίασο. Στην αρχή της έδιναν μικρούς και ασήμαντους ρόλους, αλλά η τύχη το’φερε και η Μαρίκα ερμήνευσε το ρόλο του Μώμου στο « Όνειρο θερινής νυχτός» του Σαίξπηρ. Θριάμβευσε. Κι όμως συνέχισε να αντιμετωπίζει εμπόδια στην καριέρα της.

Εκείνη όμως ξανατράβηξε το ενδιαφέρον της κριτικής όταν άνοιξε τη θρυλική παράσταση της «Ορέστειας», απαγγέλλοντας το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Το χαίρε της Τραγωδίας».  Κι όμως, στο Βασιλικό Θέατρο συνέχισαν να παραγκωνίζουν τη Μαρίκα, καθώς κύκλος της Βασιλικής Αυλής προωθούσε μια άλλη ηθοποιό. Σχὲ„ικά με εκείνη την περίοδ̀¿ η Μαρίκα σχολίασε λίγα χρόνια αργότερα: «Οι  επιτυχίες μου της εποχής εκείνης όσο κι αν εθεωρούντο από την κριτική αληθινές δημιουργίες, επληρώνοντο με μια αφάνεια μηνών. Έπρεπε να πιεσθεί από τους συγγραφείς και από τον τύπο η διεύθυνση του Βασιλικού για να μου δώσει μεγάλους ρόλους».(4)

Στη συνέχεια, της έδωσαν, μετά από πολλές ίντριγκες, το ρόλο της Ιφιγένειας στο έργο του Γκαίτε κι εκείνη τους έδωσε άλλη μια λαμπρή ερμηνεία. Τα προβλήματα όμως δεν έλειψαν και έτσι η Μαρίκα Κοτοπούλη εγκατέλειψε το Βασιλικό Θέατρο, επιστρέφοντας την περίοδο 1905-06 στον Δραματικό Θίασο «Πρόοδος» του πατέρα της.

{mosimage}Από το καλοκαίρι του 1906 έως και το 1908 συνεργάστηκε με το θίασο του Οικονόμου (είχε πλέον κι αυτός εγκαταλείψει το Βασιλικό Θέατρο» και με το θίασο του Βονασέρα, ενώ το 1908 ξεκίνησε τη θιασαρχική της πορεία στο θέατρο της «Ομονοίας» με την επιθεώρηση του Μπ. Άννινου «Παναθήναια». Λίγο αργότερα, θα βρεθεί στην Πόλη, όπου θα γνωριστεί με τον Ίωνα Δραγούμη, τον μεγάλο έρωτα.

Για τέσσερα χρόνια η Μαρίκα θα συνεχίσει να συγκροτεί θιάσους με μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως ήταν ο Κ.Σαγιώρ, ο Εδμόνδος Φυρστ, ο Ι. Παπαιωάννου ,κ.ά και το 1912 θα εμφανιστεί στο θέατρο Νέα Σκηνή ως η μία και μοναδική θιασάρχης παρουσιάζοντας μια σειρά από έργα ( «Φλόγα» του Κιστμεκαίρς, «Ισραήλ» του Μπερνστάιν, «Μοντ» του Ζολά, «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Εδ. Ροστάν, «Φλωρεντινή τραγωδία» του Ο.Ουάϊλντ, «Θα χάσ’η Βενετιά βελόνι» του Φεϋντώ, «Ορέστεια» του Αισχύλου, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου, κ.ά. Στα τέλη Ιουλίου του 1920, μετά το θάνατο του Δραγούμη, η Μαρίκα έπεσε σε βαρύ πένθος.

Εγκατέλειψε το θέατρο και την Αθήνα και έφυγε για τη Ρώμη. Στην Αθήνα επέστρεψε τον Δεκέμβριο του 1920 αλλά στη σκηνή ξανανέβηκε το καλοκαίρι του 1921, την εποχή εκείνη της απονεμήθηκε ο χρυσός Σταυρός του Γεωργίου Α΄. Μετά από μια ακόμη διακοπή λίγων μηνών, η Μαρίκα επέστρεψε στο θέατρό της το Πάσχα του 1922 ερμηνεύοντας τη «Σαλώμη» του Όσκαρ Ουάιλντ. Το 1923 παντρεύτηκε τον Γιώργο Χέλμη ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση του θεάτρου της, ενώ την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το Αριστείον Τεχνών και Γραμμάτων.
{mosimage}
Το 1924, με την ευκαιρία της επίσημης επίσκεψης στην Αθήνα του Αυτοκράτορα της Αβυσσινίας Ρας Τάφαρι, η Μαρίκα έπαιξε, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, τον πρώτο της ρόλο σε αρχαία ελληνική τραγωδία (μέχρι τότε, αν και είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη της τραγωδού, έπαιζε αποκλειστικά σε γερμανικές απομιμήσεις τραγωδιών), ερμηνεύοντας στο θέατρο Ηρώδου Αττικού την Ηλέκτρα. Τρία χρόνια αργότερα έπαιξε και την Εκάβη στο Στάδιο, πάλι σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Στις 31 Μαρτίου 1929 η Μαρίκα και ο Σπύρος Μελάς ανακοίνωσαν στις εφημερίδες την ίδρυση της «Ελευθέρας Σκηνής». Ο νέος βωμός της Τέχνης, δημιούργημα σημαντικότατων καλλιτεχνών της εποχής, στόχο είχε να ανανεώσει τις θεατρικές δομές της εποχής, αλλά και να δημιουργήσει έναν αντίποδα στο Εθνικό Θέατρο που επρόκειτο να δημιουργηθεί (ιδρύθηκε το 1930 αλλά λειτούργησε το 1932).

Στα χρόνια της λειτουργίας της, η Ελεύθερη Σκηνή παρουσίασε τα έργα «Ντυμπούκ» του Αν Σκι, «Σιμούν» του Ερρίκου Λενορμάν, «Κωμωδία της ευτυχίας» του Εβρέινωφ, «Βολπόνε», «Το τέλος του ταξιδιού» του Σέριφ, «Ερωτόκριτος» σε διασκευή του Θεόδωρου Συναδινού, «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Κλάμπουν, «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, «Η Σκουριά» των Κίρσον – Ουσένσκυ, «Όρκος του πεθαμένου» του Ζαχ. Παπαντωνίου, «Μάγια» του Γκαντιγιόν και «Ιερή φλόγα» του Σώμερσετ Μωμ. Δυστυχώς αυτή η προσπάθεια δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα και έτσι το καλοκαίρι του 1930 έπεσε οριστικά η αυλαία της Ελεύθερης Σκηνής.

Ακολούθησε μια περιοδεία της Μαρίκας στην Αμερική και το 1932 η περιβόητη συνεργασία της με το αντίπαλον δέος, την Κυβέλη. Η συνεργασία αυτή, με την οποία τερματίστηκε ο «πόλεμος» ανάμεσα στις δύο ηθοποιούς, αποτέλεσε το σημαντικότερο θεατρικό γεγονός της εποχής. Οι δυο θεατρίνες παρουσίασαν αρχικά τη «Μαρία Στιούαρτ» του Σίλερ – η Μαρίκα ερμήνευσε την Ελισάβετ και η Κυβέλη την Μαρία Στιούαρτ – σε σκηνοθεσία του Σπύρου Μελά, και στη συνέχεια «Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν» του Μπέρναρ Σω, την «Ιερή φλόγα» του Σώμερσετ Μωμ και το πρώτο μέρος της τριλογίας «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ευγένιου Ο’Νηλ.

Ύστερα πηγαίνουν σε περιοδεία στην Πόλη και εκεί γυρίζουν την ταινία «Κακός δρόμος» βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε για λίγο και το 1934 παρουσιάζοντας έργα των Συναδινού, Χορν, Λιδωρίκη, Αξιώτη, κ.ά. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τρία χρόνια ώσπου η Μαρίκα να βρεθεί στο κτήριο REX της οδού Πανεπιστημίου, όπου στεγάστηκε το θέατρο Κοτοπούλη, το οποίο το 1939, μετά από εισήγηση του Κωστή Μπαστιά έγινε ημικρατικό. Τότε η Μαρίκα αποφάσισε να γιορτάσει τα 30 χρόνια της θεατρικής της καριέρας, ανεβάζοντας την «Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν και σκηνικά του Νίκου Εγγονόπουλου.

{mosimage}Την περίοδο αυτή η Μαρίκα Κοτοπούλη καθιέρωσε ως απαραίτητους συντελεστές της παράστασης το σκηνοθέτη, τον σκηνογράφο και τον ενδυματολόγο, συγκεντρώνοντας δίπλα της μερικούς από τους πιο σημαντικούς και εμπνευσμένους καλλιτέχνες της εποχής (Γιώργο Ανεμογιάννη, Αντώνη Φωκά, Δημήτρη Πικιώνη, Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Εγγονόπουλο, Κάρολο Κουν, κ.ά). Ακολούθησε το 1941 η ίδρυση της Δραματικής Σχολής της Μαρίκας η οποία αν και λειτούργησε μόνο για ένα χρόνο, πρόσφερε στο θέατρο σημαντικούς ηθοποιούς όπως η Έλλη Λαμπέτη και ο Ντίνος Ηλιόπουλος.

Από τη Δραματική Σχολή της Κοτοπούλη πέρασε και ο κατοπινός σκηνοθέτης Μίνως Βολανάκης. Η Μαρίκα Κοτοπούλη συνέχισε και την επόμενη δεκαετία να ανεβάζει παραστάσεις σημαντικών αλλά και λιγότερο σημαντικών θεατρικών έργων και να εμφανίζεται στη σκηνή του θεάτρου της. Το Φθινόπωρο του 1949 εμφανίστηκε ως επίτιμη πρωταγωνίστρια στην παράσταση της «Ορέστειας» που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο στο Ηρώδειο. Μετά την πρεμιέρα, οι ηθοποιοί του Εθνικού της έδωσαν ένα χρυσό μετάλλιο για την προσφορά της στο Ελληνικό Θέατρο. Η Μαρίκα προτίμησε να μην το κρατήσει για τον εαυτό της και ζήτησε να θεωρηθεί «επαμειβόμενο έπαθλο» και να δίνεται στην καλύτερη ηθοποιό. Έτσι θεσμοθετήθηκε το «Έπαθλο Κοτοπούλη» το οποίο απένειμε η ίδια, για πρώτη φορά, το 1951 στην Έλλη Λαμπέτη.

Η Μαρίκα Κοτοπούλη πάτησε για τελευταία φορά το θεατρικό σανίδι στη Σύρο, στις 24 Μαρτίου του 1953, παίζοντας στο έργο «Σκιά» του Νικοντέμι το οποίο παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας της περιοδείας στην ελληνική περιφέρεια. Καθ’όλη τη διάρκεια της καριέρας της η Μαρίκα Κοτοπούλη αναζητούσε εναγωνίως τη διάδοχό της. Και κάθε φορά που την έβρισκε, όπως στην περίπτωση της Έλλης Λαμπέτη, ή νόμιζε πως την έβρισκε, όπως έγινε με άλλες ηθοποιούς, τα έδινε όλα απλόχερα. Όπως απλόχερα πρόσφερε στο κοινό της τη μοναδική μαγεία της:

«…Η σκηνή, γεμάτη από τας ωραιοτέρας ηθοποιούς. Οι τουαλέτες των στοιχίζουν χιλιάδες. Τραγουδούν, χορεύουν, απλώνουνεις το κοινόν ένα δίκτυ πλεγμένο από νειάτα και θέλγητρα. Όμως, αλτ! Εμφανίζεται η Δύναμις. Άνω σχώμεν τας καρδίας. Η Μαρίκα έβηξε, έριξε μια ματιά, εδοκίμασε το πλέον ασήμαντο σκέρτσο…Τετέλεσται. Όλη η άλλη καλλιτεχνική άνθησις αρπάχτηκε σαν φύλλο φθινοπωρινού δένδρου από την σκηνή. Τα μάτια των θεατών έχουν κρεμασθεί επάνω της…»(5)

Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1954. Έκτοτε αναζητείται ακόμη η «νέα Κοτοπούλη».

(1) Ανδρέας Καραντώνης. Απόσπασμα από το βιβλίο «Μαρίκα Κοτοπούλη», του Φ. Ηλιάδη, Εκδόσεις Δωρικός 1996, σελ. 330.
(2) «Μαρίκα Κοτοπούλη», του Φ. Ηλιάδη,Εκδόσεις Δωρικός 1996, σελ. 45.
(3) «Μαρίκα Κοτοπούλη», του Φ. Ηλιάδη, Εκδόσεις Δωρικός 1996, σελ. 53.
(4) «Μαρίκα Κοτοπούλη», του Φ. Ηλιάδη, Εκδόσεις Δωρικός 1996, σελ. 82.
(5) Πλάτων Ροδακινάκης. Απόσπασμα από το βιβλίο «Μαρίκα Κοτοπούλη», του Φ. Ηλιάδη, Εκδόσεις Δωρικός 1996, σελ. 21.

Μαριάννα Κυριακάκη