Ο Βασίλης Τσιατσιάνης γεννήθηκε στην Αθήνα.Σπούδασε θεωρητικά και Πιάνο στο Ελληνικό Ωδείο και αργότερα στο Ωδείο Φ. Νάκας, στις τάξεις Π.Αδάμ, Α.Αμαραντίδη, Ι.Παπαδάτου, M. Halecker.Συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία της Βιέννης στην Σύνθεση και στην Διεύθυνση Ορχήστρας με τους Ivan Erod, Erich Urbanner, Chaya Czernowin και Uros Lajovic.
Ο Β.Τσιατσιάνης έχει κυριολεκτικά μεγαλώσει στο Θέατρο. Σε ηλικία μόλις 15 χρονών ξεκίνησε να εργάξεται ως correpetiteur σε Όπερα και Μπαλέτο. Σε ηλικία μόλις 18 ετών ήταν ο νεαρότερος correpetiteur στην Λυρική Σκηνή.
Στην Βιέννη και γενικότερα στην Κεντρική Ευρώπη έχει αναπτύξει έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα. Τα έργα του παίζονται συχνά και σε πολλούς γνωστούς χώρους καθώς και έχουν αναμεταδοθεί και από την κρατική ραδιοφωνία της Αυστρίας.
Ως Συνθέτης, Διευθυντής Ορχήστρας και Πιανίστας έχει παρουσιαστεί σε χώρους και φεστιβάλ όπως Εθνική Λυρική Σκηνή, Φεστιβάλ της Βιέννης (Wiener Festwochen) , Haus der Musik (Wien), στο δημαρχείο της Βιέννης και έχει συνεργαστεί με ονόματα όπως τον John Adams, Igor Zelensky, Pierre Lacotte, Karole Armitage, Lorca Massine, Lynn Wallis, Leonide de Pian, Giannis Metsis, Mark Morris, Linkoln Center of Performing Arts της Νέας Υόρκης, Peter Sellars, Kyros Patsalides, Wiebke Goetzes.
-Από σολίστ, συνθέτης και από συνθέτης διευθυντής ορχήστρας… Τι σηματοδοτεί αυτή την πορεία;
Τι να σου πω κι εγώ δεν γνωρίζω…Υποθέτω, ελπίζω, θέλω να πιστεύω πως η ανάγκη μου έδειξε τον δρόμο.
-Ποιες επιρροές ήταν καθοριστικές στη μέχρι τώρα πορεία σου;
Ξέρεις, υπάρχει μία θεωρία που ισχυρίζεται ότι το πέταγμα και μόνο π.χ. μίας πεταλούδας κάπου, σε κάποιο σημείο του κόσμου, είναι ικανή να προκαλέσει μία σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στη φύση με απρόβλεπτες συνέπειες...
Δεν θα έλεγα πως είμαι ακριβώς σε θέση να εκτιμήσω τι μπορεί να υπήρξε καθοριστικό στην πορεία μου και τι όχι. Ξέρεις, τα μικρά πράγματα που συχνά περνούν απαρατήρητα, καμιά φορά παίζουν στην ζωή μας πιο σπουδαίο ρόλο από ότι τα μεγάλα.
-Ποιο ρεπερτόριο προτιμάς; Ως συνθέτης αλλά και ως διευθυντής έχεις σκοπό να πειραματιστείς και να παρουσιάσεις κάποια άλλα πράγματα, πέραν του κλασικού ρεπερτορίου;
Δεν μου αρέσει να κατηγοριοποιώ την μουσική σε ρεπερτόρια. Επίσης επί του παρόντος, αγωνίζομαι να απαντήσω στον εαυτό μου το τι κάνει μια μουσική «κλασική››. Το κλασικό εγώ πάντως το αντιλαμβάνομαι ως κάτι το διαχρονικό και όχι ως κάτι που απλά ονομάστηκε έτσι λόγω της περιόδου που ήρθε στον κόσμο. Δεν το αντιλαμβάνομαι δηλαδή ως κάτι που συνέβηκε κάποια εποχή, πέρασε και πάει. Με αυτήν λοιπόν τη λογική επίτρεψέ μου να εντάξω δίπλα στο έργο του Mozart, το έργο του Webern, ή του Ligeti. Το κάθε έργο κάθε τάσης, που η νομοτέλειά του και η συνέπειά του φιλοδοξεί να σηκώσει ανάστημα στους νόμους της φθοράς που επιβάλει ο Χρόνος. Όσο για τις προτιμήσεις μου...εδώ ξεχωρίζω κάπως τον Mozart.
Πιστεύεις ότι σε ορισμένους τομείς, σε ορισμένα είδη μουσικής η εξειδίκευση είναι απαραίτητη;
Επίτρεψέ μου να διατηρώ μία κάποια καχυποψία απέναντι στον όρο «εξειδίκευση ››. Ιδιαίτερα όταν αυτός εφαρμόζεται στην μουσική, κάτι το τόσο άπιαστο και απροσδιόριστο. Στην μουσική λοιπόν συμβαίνει το εξής παράδοξο κατά την γνώμη μου. Εξειδικευμένος είναι αυτός που το πεδίο γνώσης του είναι τόσο ευρύ και η προσωπικότητα του τέτοια, που προβάλλοντάς τα μέσω της άρτια ερμηνευμένης μουσικής να μπορεί να συνεπάρει το κοινό του. Ο μουσικός στην εξιδανικευμένη του μορφή θα έπρεπε να είναι κατά την γνώμη μου, κάτι σαν τον "galant homme" της αναγέννησης ή του μπαρόκ. Θα το καταλάβει κανείς εύκολα τι εννοώ ξεφυλλίζοντας και μόνο ένα βιβλίο του J.Mattheson για παράδειγμα. Ενώ λοιπόν σε κάποιον άλλο τομέα θα μπορούσε να αρκεί η απόλυτη τεχνική κατάρτιση ενός ατόμου χωρίς να επηρεάζει ο καθοριστικά παράγοντας που λέγεται προσωπικότητα, στη μουσική κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό.
Βέβαια είμαστε άνθρωποι και έχουμε κάποιους περιορισμούς. Βέβαια είναι και απαραίτητο να γνωρίζει κανείς καλά και σε βάθος το αντικείμενό του. Κάποιοι συμβιβασμοί είναι αναπόφευκτοι. Ο συμβιβασμός που συνήθως γίνεται και που φυσικά ενέχει και κάποιο ρίσκο, είναι η επικέντρωση όσο το δυνατόν σε κάποια εποχή, στυλ, συνθέτη κ.ο.κ.
-Όταν παίρνεις στα χέρια σας μια παρτιτούρα προς μελέτη και εκτέλεση, τι είναι αυτό που έχει πρωτεύουσα σημασία για σένα, τι είναι αυτό που κοιτάς πρώτα;
Το χρώμα της! (γέλια)
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να πλησιάσει κανείς ένα έργο.
Το κάθε έργο έχει την δική του, ας πούμε, "προσωπικότητα" και αυτό από μόνο του προϋποθέτει μία κάποια διαίσθηση από μέρους του ερμηνευτή για το πως μπορεί κανείς να το προσεγγίσει. Από που να αρχίσει δηλαδή. Συνήθως το τοποθετώ αρχικά σε κάποια ιστορικο-κοινωνικά πλαίσια. Έπειτα μελετώ την φόρμα, τις κύριες μελωδίες, την αρμονία, την ρητορική του κοκ. Κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας προσπαθώ να προσδιορίσω το σημείο που με αγγίζει περισσότερο, το σημείο που ταυτίζομαι ίσως, και αφού το κάνω αυτό...ακριβώς από αυτό το σημείο ξεκινάω ουσιαστικά να ξετυλίγω την μαγεία του και το μελετάω ουσιαστικά.
-Ποιες είναι οι ικανότητες που πρέπει να έχει ένας διευθυντής ορχήστρας, πέραν των τεραστίων μουσικών γνώσεων ασφαλώς. Ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που κάνει ένα μαέστρο να ξεχωρίζει.
Η μουσικότητά του, η διαίσθησή του και η επικοινωνιακότητά του.πίσης η οργανωτικότητα παίζει σημαντικό ρόλο.
-Αθήνα – Βιέννη: Μίλησέ μου για τις ιδιαιτερότητες. Τις σκέψεις που σου γεννά η πολιτισμική κατάσταση, οι πολιτισμικές προσμίξεις και εν τέλει οι μουσικές…
Η Βιέννη έχει παίξει στο παρελθόν πολύ σπουδαίο ρόλο στα μουσικά πράγματα. Τον ρόλο αυτόν συνεχίζει να τον παίζει και σήμερα και πιστεύω πως θα τον παίζει για πολύ καιρό ακόμα.
Η Βιέννη όπως και η Αθήνα υπήρξαν σταυροδρόμια πολιτισμών. Αυτό το πλεονέκτημά τους άλλοτε το εκμεταλλεύτηκαν εποικοδομητικά και άλλοτε καταστροφικά. Κάποτε το αφήνουν βέβαια και ανεκμετάλλευτο.
Είναι δύο τόσο διαφορετικές πόλεις αλλά κατά παράξενο τρόπο υπάρχει μία συμβατότητα μεταξύ τους. Ίσως τα Βαλκάνια είναι τελικά ο αόρατος κρίκος που συνδέει αυτές τις δύο πόλεις.
Όσο για την μουσική...δεν ξέρω. Το ιδανικό θα ήταν να μπορούσε κανείς να βιώσει και τις δύο πόλεις, γιατί πως να περιγράψει κανείς κάτι τόσο άπιαστο σαν την μουσική. Η Αθήνα πάντως είναι πιο ανατολίτισσα, βαλκάνια, πιο φτωχομάνα, με έντονη προσωπικότητα στην μουσική της . Η Βιέννη πιο intelectual και σε κάθε περίπτωση πιο διεθνώς προσανατολισμένη, πιο εξωστρεφής. Βέβαια το τίμημα που ίσως να πληρώνει η Βιέννη είναι πως υστερεί σε ίδια παραγωγή ενδιαφέρουσας μουσικής που απευθύνεται στο μέσο μουσικόφιλο κοινό. Την μουσική εννοώ που στην Αθήνα αποκαλούμε ΄΄έντεχνη λαική΄΄.
-Ποια είναι η θέση της κλασικής μουσικής στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, του ανθρώπου των πόλεων;
Η κλασική μουσική ευτυχώς κερδίζει σε διεθνές επίπεδο σταθερά έδαφος. Κυρίως στις χώρες της άπω ανατολής.
Εγώ προσωπικά πιστεύω ακράδαντα στην απόλυτη αναγκαιότητα της κλασικής μουσικής και γενικότερα των καλών τεχνών στην ζωή μας. Αντιλαμβάνομαι την μόρφωση ως ένα όπλο που όμως θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο η στην καλλίτερη των περιπτώσεων άχρηστο στα χέρι ενός ακαλλιέργητου ανθρώπου. Η κλασική μουσική πραγματικά εξευγενίζει τα ήθη και σμιλεύει την προσωπικότητα του ανθρώπου με τρόπο που καμία άλλη τεχνη δεν κάνει. Θεωρώ λοιπόν πως θα έπρεπε να κατέχει εξέχουσα θέση στην εκπαίδευσή μας αλλά και στην καθημερινότητά μας...
-Πιστεύεις ότι η μουσική περνάει κρίση και αποτελεί στις μέρες μας καθοδηγούμενο προϊόν;
Σε κάποιους τομείς η μουσική θεωρώ πως περνάει στις μέρες μας κρίσεις. Για παράδειγμα θεωρώ πως περνάει κρίση η σχέση της σύγχρονης μουσικής με το ευρύτερο μουσικόφιλο κοινό. Τις κρίσεις πάντως πρέπει να πω πως δεν τις θεωρώ απαραίτητα ως κάτι κακό. Θεωρώ την στασιμότητα για παράδειγμα πολύ πιο επικίνδυνη. Μία κρίση θα μπορούσε να αποτελεί τροφή για διάλογο ή έναυσμα για δραστικές αλλαγές ας πούμε, και όπως μου αρέσει να λέω συχνά, κατά την γνώμη μου η τέχνη πάει μπροστά μόνο με ανατροπές...και οι κρίσεις είναι αυτές που τις προαναγγέλουν.
Τώρα, κατά πόσο η τέχνη είναι καθοδηγούμενη...πιστεύω πως είμαστε πολύ μικροί για να μπορέσουμε να παρεκτρέψουμε ένα τόσο μεγάλο φαινόμενο που πηγάζει από τα βάθη του ανθρώπινου ΄΄είναι΄΄.
-Ποια η γνώμη σου για τις προσπάθειες κλασικοποίησης διάφορων ειδών μουσικής που δεν είναι κλασικά. Πότε διακινδυνεύουμε να έχουμε ένα κακόγουστο αποτέλεσμα;
Δεν είμαι κατά των προσπαθειών κλασικοποίησης άλλων ειδών μουσικής.
Οι ΄΄μήνες΄΄ της Αρβανιτάκη για παράδειγμα, η δουλειά του A.Piazzola ή η συναυλία του Νταλάρα με την φιλαρμονική του Ισραήλ μπορώ να πώ πως μου αρέσουν ως δουλειές. Επίσης το αντίθετο το βρίσκω και αυτό συχνά ενδιαφέρον για παράδειγμα όταν ο Jaques Loussier παντρεύει τον Bach με την Jazz. Είμαι γενικά υπέρ του διαλόγου και του πειραματισμού και κατά των ετικετών και των δογμάτων στην τέχνη. Όσο για τον κίνδυνο της κακογουστιάς, αυτός ελλοχεύει ούτως ή άλλως και υπάρχουν ήδη αρκετοί παράγοντες που μπορούν να κάνουν εύκολα ένα έργο κακόγουστο και εκεί κανένα στυλ δεν είναι ικανό να σου εγγυηθεί πως ακολουθώντας το θα αποφύγεις την κακογουστιά.
- Σχέδια για το μέλλον;
Έχω μερικά κοντσέρτα, ένα στο δημαρχείο της πόλης με τέσσερις τραγουδιστές και ορχήστρα με έργα Telemann, Bach, Haendel κ.α, την διέυθυνση της όπερας του B.Britten, ‘The turn of the screw’ στην όπερα του Penzing στη Βιέννη καθώς και παρουσιάσεις δικών μου έργων. Επίσης μπροστά μου έχω το δίπλωμα διεύθυνσης ορχήστρας και αυτό της σύνθεσης που πρέπει να γίνουν φέτος.
-Καλή συνέχεια λοιπόν και καλή επιτυχία σε κάθε σου βήμα.
Σ’ ευχαριστώ πολύ. Είναι σημαντικές οι ευχές όταν δεν είναι τυπικές και πιάνουν τόπο…