Στην καρδιά των πόλεων, μέσα στο σφυγμό του αστικού τοπίου, επιμένουν να στέκονται οι κινηματογράφοι του κέντρου. Κάποιοι παλαιοί και εμβληματικοί, με αναφορές σε δεκαετίες μιας άλλης εποχής· άλλοι πιο σύγχρονοι, αλλά εξίσου φορτισμένοι με την ατμόσφαιρα της πόλης και το βλέμμα στραμμένο στην τέχνη. Στην Αθήνα, ιδιαίτερα, αυτοί οι κινηματογράφοι δεν είναι απλώς χώροι θέασης. Είναι πολιτιστικά τοπόσημα. Είναι χώροι μνήμης, αντίστασης, κοινότητας, πειραματισμού και απόλαυσης.
Ανάμεσα σε δρόμους με θόρυβο και κίνηση, σε στοές, πλατείες ή ταράτσες, οι κινηματογράφοι του κέντρου επιμένουν να προσφέρουν κάτι που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την άνεση της ψηφιακής πλατφόρμας: μια εμπειρία συλλογική και χειροπιαστή. Το σβήσιμο των φώτων, ο ήχος της μηχανής προβολής, η σιωπή του κοινού, το αίσθημα ότι είσαι μαζί με άλλους σε κάτι που δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο — αυτά τα στοιχεία είναι η ουσία της κινηματογραφικής εμπειρίας όταν την βιώνεις μέσα σε έναν αυθεντικό, φυσικό χώρο.
Οι κεντρικοί κινηματογράφοι της Αθήνας — όπως,το Studio, η Ααβόρα, το Άστυ, ο Μικρόκοσμος, αλλά και οι θερινοί όπως το Θησείον, η Ριβιέρα, ο Ζέφυρος, το Θερινό Σινέ Ατενέ — δεν είναι απλώς εμπορικές αίθουσες. Είναι χώροι με χαρακτήρα, με άποψη, με ιστορία. Στεγάζουν ανεξάρτητες παραγωγές, αφιερώματα, φεστιβάλ, ντοκιμαντέρ και κοινωνικά φορτισμένες ταινίες που δεν θα βρουν ποτέ χώρο σε μια mainstream αίθουσα multiplex. Παράλληλα, λειτουργούν ως χώροι συνάντησης και ανταλλαγής· οργανώνουν συζητήσεις, σεμινάρια, προβολές με παρουσία δημιουργών και θεματικές βραδιές. Είναι μέρος της πνευματικής ζωής της πόλης.
Το ίδιο το κέντρο της Αθήνας, με την πυκνή του ιστορία και τις αντιφάσεις του, είναι η ιδανική σκηνή για αυτούς τους κινηματογράφους. Η κουλτούρα των Εξαρχείων, η πολιτική φόρτιση της πλατείας Κοραή, η πολυπολιτισμικότητα της Πατησίων, η νυχτερινή ζωή του Κουκακίου, η γοητεία της Πλάκας – όλα αυτά συνδέονται άμεσα με την κουλτούρα των κεντρικών αιθουσών. Οι κινηματογράφοι αυτοί ανήκουν στην πόλη· είναι ζωντανοί οργανισμοί μέσα στον κοινωνικό της ιστό, αναπνέουν μαζί με τις αλλαγές της, τις κρίσεις, τις μεταμορφώσεις της.
Ταυτόχρονα, ενσαρκώνουν μια μορφή αντίστασης: αντίστασης στην εμπορευματοποίηση της ψυχαγωγίας, στην ομοιομορφία της πολιτιστικής κατανάλωσης, στον απομονωτισμό του binge-watching. Όταν ο θεατής επιλέγει να βγει από το σπίτι, να πάρει το μετρό ή να περπατήσει στους δρόμους για να δει μια ταινία σε φυσικό χώρο, κάνει μια πράξη που δεν είναι μόνο αισθητική — είναι και κοινωνική.
Οι κινηματογράφοι του κέντρου είναι επίσης το καταφύγιο των μικρών φωνών. Εκεί βρίσκουν χώρο οι ταινίες που μιλούν για τη μετανάστευση, για το φύλο, για τη βία, για τη διαφορετικότητα. Εκεί προβάλλονται ιστορίες που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις, αλλά θέτουν δύσκολα ερωτήματα. Και αυτό το καθιστά πολιτιστικό πυλώνα — όχι μόνο ψυχαγωγικό προϊόν.
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι πως, παρά τις δυσκολίες — την οικονομική κρίση, την πανδημία, τον ανταγωνισμό των πλατφορμών — οι κινηματογράφοι του κέντρου επιβιώνουν, ανανεώνονται, επανευρίσκονται. Συχνά μέσα από συλλογικές προσπάθειες, από πρωτοβουλίες σινεφίλ, από την επιμονή ανθρώπων που αγαπούν το σινεμά όχι μόνο ως τέχνη αλλά και ως κοινωνική εμπειρία.
Σε μια Αθήνα που αλλάζει, που χάνει τον χαρακτήρα της μέσα από την τουριστική πίεση και την εμπορική τυποποίηση, οι κινηματογράφοι του κέντρου είναι αναχώματα. Μνημεία του παρελθόντος και φάροι του μέλλοντος. Υπάρχουν για να υπενθυμίζουν ότι ο πολιτισμός δεν είναι πολυτέλεια — είναι ανάγκη. Και ότι ακόμα και μέσα στον θόρυβο της πόλης, υπάρχει πάντα ένας σκοτεινός χώρος όπου μπορείς να καθίσεις σιωπηλά και να ονειρευτείς μαζί με άλλους.