Off Canvas sidebar is empty

Θέατρο στον ίσκιο του βουνού

aridaia1Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες. Στην Αριδαία ξαγρυπνάς για ν’ αφουγκραστείς τα νερά, για να ακούσεις τα ποτάμια!Όπου κι αν βρεθείς ο Βόρας, η μεγάλη βουνοσειρά, μισοξαπλωμένος δίπλα σου, Θεός σε αέτωμα αρχαίου ναού. Στα σπλάχνα του ζεσταίνει τα νερά κι ύστερα τ’ αφήνει να κυλήσουν αχνιστά στο Θερμοπόταμο. Κι αυτά ξεχύνονται στους καταρράχτες, αγκαλιάζονται με τα κρύσταλλα που κατεβαίνουν από τις κορφές του Καιματσαλάν, με τα χιόνια που λιώνουν μόλις τ’ ακουμπήσει η  η άχνη της άνοιξης



-Να, εκεί πάνω είναι τα σύνορα, μου λέει ο κύριος Συμεών και δείχνει την κορυφογραμμή που χαράζει τον ουρανό, εκεί τελειώνει η Ελλάδα. Εμείς είμαστε Πόντιοι. Ήρθαμε στο μεγάλο ξεριζωμό, χτίσαμε εδώ τα χωριά μας, τα σπίτια μας. . .

Απομεσήμερο, βροχή. Φιγούρες ακίνητες με μεγάλες σκούρες ομπρέλες, στο μισόφωτο της αποβάθρας. Το παλιό τρένο μπαίνει στο σταθμό της Έδεσσας, ο χρόνος αγκαλιάζει τη σιωπή. . .
-Τοπίο στην ομίχλη, Θίασος, ψιθυρίζει ο μοναχικός εγγλέζος δίπλα μου με σπασμένα ελληνικά, ενώ σηκώνεται να κατεβεί.
Τα δρομολόγια χειρόγραφα: Προς Θεσσαλονίκη, προς Φλώρινα. Η Μαρία με περιμένει. Πάλι βροχή.aridaia2
Ξενοδοχείον «ΤΟ ΝΕΟΝ», στα Λουτρά, μερικά χιλιόμετρα έξω από την Αριδαία. Μυθικά πλατάνια θαρρείς και ψηλώνουν κάθε νύχτα τρεις οργιές, ανοιξιάτικο νυχτερινό ψιλόβροχο, ίδιος αγιασμός,  ραντίζει το ορθόστηθο βουνό.  Ξημερώματα, ύστερα από τη μεγάλη αγρύπνια  βαφτίζομαι στους ζεστούς καταρράχτες. Υδάτινα πνεύματα, ερημιά, επιστροφή στη μήτρα της ζωής!

-Το απόγευμα έχουμε πρόβα, έλα να γνωρίσεις τα παιδιά της ομάδας, προτείνει στο τηλέφωνο η Μαρία.
Η Αγάπη ήρθε να πάρει από το ξενοδοχείο.
-Πριν από δυο χρόνια ξεκινήσαμε να παίζουμε θέατρο εδώ στην Αριδαία. Τότε γεννήθηκε η Πρόθεση, ο θεατρικός μας σύλλογος. Πέρυσι ανεβάσαμε το Όνειρο θερινής νυκτός, φέτος ετοιμάζουμε τη La Nona του Κόσα.
Ο ήλιος βασιλεύει, αφήνει πίσω του ένα μπλε ουρανό που όλο και ξεθωριάζει. Το κόκκινο Πούντο τρέχει στον Κάμπο, εδώ κι εκεί συστάδες από λεύκες θεόρατες, μισογερμένες, σε παράταξη. Ρυθμός παράξενος, ίδιος χορός αρχαίας τραγωδίας.
-Μ’ αρέσει να οδηγώ  λέει η Αγάπη και γελά. Η La Nona είναι κωμωδία έχει πολύ γέλιο. Κι εκείνη η αχόρταγη γιαγιά είναι η εξουσία που τα καταπίνει όλα. . .aridaia3
-Μαρία, πόσο δύσκολο είναι να οργανωθεί και να λειτουργήσει ένας θεατρικός σύλλογος εδώ στην άκρη της Ελλάδας.
-Δύσκολη υπόθεση η παιδεία στον τόπο μας πόσο μάλλον η θεατρική παιδεία. Τα βήματα γίνονται αργά αλλά σταθερά γιατί. . . να ο κόσμος δεν είναι εξοικειωμένος με το θέατρο και συχνά το μπερδεύει με την τηλεόραση. 

Η πληθωρική παρουσία της Ρούλας ταιριάζει απόλυτα με το ρόλο της γιαγιάς. Η Νατάσσα δοκιμάζει δυο τρία φορέματα, το ένα στο χρώμα των ώριμων κερασιών.
-Σας αρέσει; ρωτά, και κάνει δυο στροφές με χάρη, δεν είναι πολύ κόκκινο;  Δυο ρόδα στα μάγουλα, τονίζουν τα μεγάλα ανατολίτικα μάτια της.
Ο Παύλος είναι δάσκαλος. Λιγομίλητος, έχει καταλάβει πως η ζωή δε χωρά στους τέσσερις τοίχους του σχολείου.

Έδεσσα, Γιαννιτσά, Κρύα Βρύση, Σκύδρα, θεατρικές ομάδες παντού, σε μεγάλες και μικρές πόλεις της Μακεδονίας.
Θεσσαλονίκη  Καστοριά, Αριδαία. . .  Η Σοφία περιοδεύουσα  σκηνοθέτης, ταξιδεύει με το τρένο από τη μια πόλη στην άλλη για να διδάξει θέατρο εδώ που τελειώνει η Ελλάδα, εδώ που αρχίζει η Ελλάδα.

Την επόμενη μέρα πάλι στην Έδεσσα, στο διαδημοτικό ραδιόφωνο. Η Κατερίνα χαμογελαστή αφήνει τη δουλειά της για να μου φτιάξει καφέ. Έχουμε λίγο χρόνο να μιλήσουμε.
-Κάποτε τόλμησε ένας ανόητος να με πει βουλγάρα, λέει  η Ελευθερία. Απορώ πως κρατήθηκα και. . .
Μαζεύει πίσω τα μαλλιά της, είναι στ’ αλήθεια θυμωμένη. Γνήσια ελληνίδα, ακρίτας του ραδιοφώνου, ψυχή καταρράχτης που βροντά κι αστράφτει.    
Μπαίνουμε στο στούντιο, αρχίζω να διαβάζω αποσπάσματα από τα βιβλία μου.
-Είναι μια εκπομπή με έργα ελλήνων λογοτεχνών. Θυμάμαι τι εντύπωση είχε κάνει ο Παπαδιαμάντης. Δακρύσαμε ακούγοντας τον ξεπεσμένο Δερβίση.

Στο δρόμο για τον Εξαπλάτανο. Η Γεωργία  στο πίσω κάθισμα κρατά μια λάμπα πετρελαίου. Θα τη χρησιμοποιήσω στο πρόγραμμα που έχω ετοιμάσει για τα παιδιά.
-Εξαπλάτανος, Περίκλεια, Αρχάγγελος κι από του χρόνου Πρόμαχοι και Λουτράκι.
Η Γεωργία έχει σπουδάσει θέατρο, διδάσκει θεατρικό παιχνίδι στην Αριδαία και στα γύρω χωριά. 
-Οι δυσκολίες είναι πολλές. Κι όμως αρέσει τόσο στα παιδιά. . .aridaia4 -Γεωργία μην απογοητεύεσαι, έχεις πείσμα;
-Ουυυυυυυυυυ!!!
-Πες μου το μεγαλύτερο πείσμα σου.
Μου διηγείται μια απίστευτη και αστεία ιστορία από τα παιδικά της χρόνια.

Εξαπλάτανος, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δήμου. Έρχονται σιγά σιγά γονείς και παιδιά. Στους τοίχους κάδρα με ήρωες. Σταματώ μπροστά σε μια αγέρωχη φιγούρα με κρητικό παράστημα και στολή μακεδονομάχου.
-Είναι χωριανός μου, λέω ενθουσιασμένος στην Αλεξάνδρα υπεύθυνη των πολιτιστικών. Πολέμησε στη Μακεδονία και σκοτώθηκε στο Μέτσοβο.
Η Αλεξάνδρα με τον αέρα της πρωτεύουσας. Πριν από μερικά χρόνια τόλμησε να φύγει από την Αθήνα. Ήρθε να μείνει μόνιμα εδώ, παρέα με τους καταρράχτες και τα ποτάμια.
Η αίθουσα έχει γεμίσει. Πλησιάζω ένα κοριτσάκι με κοτσίδες, προσπαθώ να του πιάσω κουβέντα, ντρέπεται, κοκκινίζει. Τα παιδιά είναι διστακτικά στην αρχή, το ίδιο και οι μητέρες. Μπορεί να περίμεναν ένα συγγραφέα με γραβάτα, σοβαρό, σοφό, να τους πει πράγματα περισπούδαστα. Όταν αρχίζω τα παιγνίδια, τα αστεία, τις δραματοποιήσεις  χαμογελάνε, έρχονται κοντά μου.    

Σ’ ένα εστιατόριο έξω από την Αριδαία, παρέα μου ο κύριος Συμεών κι η γυναίκα του. Χρόνια ώριμα, εφηβικές ψυχές.
Θέλω να φάω χόρτα αλλά για να μην τους στενοχωρήσω παραγγέλνω και μια πέστροφα.
-Πέρασα, μου λέει ο κύριος Συμεών, κάποτε από την Τρίπολη. Προχωρημένη νύχτα και τα φώτα στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη ήταν σβηστά! δεν το χωράει το μυαλό μου, ο Γέρος του Μοριά στο σκοτάδι! Το πρωί πήγα στο Δήμαρχο και διαμαρτυρήθηκα.
Τελειώνουμε το φαγητό, κάνω να πληρώσω, με αποθαρρύνει:
-Θυμάσαι τι είπε ο Κανάρης στον αυστριακό καπετάνιο, όταν τον εφοδίασε μεσοπέλαγα;
-Το έθνος μας θα σε πληρώσει.
Γελάμε. . . πριν φύγουμε περνάμε από τη στέρνα με τις πέστροφες.

Ο Διόνυσος, οι νύμφες, τα υδάτινα πνεύματα, οι αγωνιστές του εικοσιένα, οι μακεδονομάχοι, τα παιδιά της Πρόθεσης και τα άλλα παιδιά στον Εξαπλάτανο, στον Αρχάγγελο, στην Περίκλεια. Ακρίτες, βουνοσειρές, ακοίμητα ποτάμια, ήρωες.  Το θέατρο, η πανάρχαια τέχνη που γεννήθηκε στον ίσκιο τους, που γεννιέται ακόμη γιατί τα πάθη των ανθρώπων δεν έχουν τελειωμό, γιατί οι ψυχές είναι ολόιδιες, γιατί μιλάμε τη γλώσσα του παππού μας του Ομήρου και του παππού μας του Αισχύλου!

Πρωί πρωί  αποχαιρετώ τα βουνά, τους καταρράχτες.
-Ευτυχώς, σήμερα φάνηκε ο ήλιος, μου λέει η χαρούμενη η Βίκυ  στην υποδοχή του ξενοδοχείου. Το χαμόγελό της ανοιξιάτικο ξημέρωμα στο δρόμο της επιστροφής. . . .

Με το τρένο από την Αθήνα. . .  σε λίγες ώρες φτάνω στα βορινά μας σύνορα. Μπαίνω σ’ ένα καράβι από τον Πειραιά και δεν αργώ να βρεθώ στην Κρήτη.
Πατρίδα μικρή, να έτσι ν’ ανοίξω τα χέρια μου θα σ’ αγκαλιάσω!
Πατρίδα απέραντη, που φτάνεις ως την άκρη του καιρού, ως τη άκρη του κόσμου!
Ελλάδα που με πληγώνεις,  Ελλάδα που αντιστέκεσαι, Ελλάδα που επιμένεις . . .   
Όμορφη και παράξενη πατρίδα, ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα!

Άνοιξη του 2009: Ο θεατρικός σύλλογος ΠΡΟΘΕΣΗ με προσκάλεσε να παρουσιάσω τα βιβλία μου στην Αριδαία.
Στο κείμενο υπάρχουν σκόρπια αποσπάσματα από ποιήματα του Γ. Σεφέρη, του Οδ. Ελύτη και από ένα τραγούδι του Δ. Σαββόπουλου.

καλοκαίρι του 2009
Γιώργος Αντωνάκης

Πληροφορίες Koyinta